- πτερωτῷ
- πτερωτόςfeatheredmasc/neut dat sgπτερωτόςfeatheredmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σεύω — Α 1. διώχνω 2. (κατ επέκτ.) κυνηγώ, θηρεύω 3. καταδιώκω («σεύοντ ἀγέλας βίᾳ», Βακχυλ.) 4. παρορμώ, ερεθίζω κάποιον εναντίον κάποιου άλλου («ὅτε πού τις θηρητὴρ κύνας... σεύῃ ἐπ ἀγροτέρῳ συΐ», Ομ. Ιλ.) 5. (με απρμφ.) προτρέπω, παρακινώ… … Dictionary of Greek
φτερωτός — ή, ό / πτερωτός, ή, όν, ΝΜΑ, θηλ. και ός Α 1. αυτός που έχει φτερά ή πτερύγια (α. «φτερωτό άρμα» β. «σύθην δ ἀπέδιδος ὄχῳ πτερωτῷ», Αισχύλ.) 2. στολισμένος με φτερά (α. «φτερωτό καπέλο» β. «πτερωτοῖς ἀμπέχονται χιτωνισκίοις ἄγραις ἐπιχειροῦντες… … Dictionary of Greek